- προνοητικῶς
- προνοητικόςprovidentadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προνοητικός — ή, ό / προνοητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προνοητής] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να προνοεί, να προβλέπει 2. συνετός, φρόνιμος, προσεκτικός (α. «για να μην αντιμετωπίζει κανείς πολλές δυσκολίες, πρέπει να είναι προνοητικός» β. «ἐνόμιζες εἶναι τῶν...… … Dictionary of Greek
ՆԱԽԱԽՆԱՄԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0388 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c, 14c մ. որ եւ ՆԱԽԱԽՆԱՄԱՊԷՍ. προνοητικῶς provide, summa cura providentiaque. Իբրեւ նախախնամող. նախախնամ տեսչութեամբ. մեծաւ խնամով. խնամարկութեամբ. նախահոգութեամբ. յառաջատեսչութեամբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)